- ἀκαθάρτου
- ἀκάθαρτοςuncleansedmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθαρμός — Το σύνολο των πράξεων με τις οποίες επιδιώκεται η απαλλαγή του ανθρώπου (όπως επίσης των ζώων και των αντικειμένων) από ακάθαρτα στοιχεία και πνεύματα ή από την ενοχή και την αμαρτία· η κάθαρση. Η λέξη αναφέρθηκε για πρώτη φορά ως τίτλος επικού… … Dictionary of Greek
Hipatia — Retrato imaginario de Hipatia, en un detalle de La escuela de Atenas (1509 1510) de Rafael Sanzio; se encuentra en los … Wikipedia Español
αιθέρας — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η5 Ο C2Η5. Λέγεται και διαιθυλαιθέρας ή θειικός α. Είναι σώμα υγρό, άχρωμο, ελαφρύτερο από το νερό και πολύ πτητικό. Παρασκευάζεται βιομηχανικά με συνθέρμανση αιθυλικής αλκοόλης και πυκνού θειικού οξέος (γι’ αυτό … Dictionary of Greek
αλλαξοφόρι — το ένδυμα καθαρό ή καινούργιο για αντικατάσταση φθαρμένου ή ακάθαρτου, αλλαξιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. αλλαξοφορώ, υποχωρητικό. ΠΑΡ. νεοελλ. αλλαξοφοριάζω] … Dictionary of Greek
αποχέτευση — Σύστημα υπονόμων και σωλήνων που χρησιμεύουν για να μεταφέρουν μακριά από ορισμένες ζώνες, ιδιαίτερα τις κατοικημένες, τα υγρά και καμιά φορά και τα στερεά απορρίμματα (λύματα). Διακρίνουμε δύο κατηγορίες υδάτων προς α., τα ακάθαρτα και τα νερά… … Dictionary of Greek
δαχτυλιά — η 1. το ίχνος ή το αποτύπωμα ακάθαρτου δακτύλου («μια δαχτυλιά στο τετράδιο») 2. το δακτυλικό αποτύπωμα, το δακτυλόγραμμα 3. η ποσότητα πυκνόρρευστης ουσίας που μπορεί να συγκρατήσει ο δείκτης τού χεριού («μια δαχτυλιά μέλι») 4. ποσότητα υγρού… … Dictionary of Greek
ευδίαιος — ο (Α εὐδίαιος και εὐδιαῑος) νεοελλ. πληθ. οι ευδίαιοι α) οι κυκλικές ή ελλειψοειδείς οπές για την εκροή τών υδάτων από το κατάστρωμα πλοίου στη θάλασσα, τα μπούνια β) οι σωλήνες αποχετεύσεως που προεκτείνουν αυτές τις οπές αρχ. 1. διαμπερής οπή… … Dictionary of Greek
μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… … Dictionary of Greek
ναφθαλίνη — Αρωματικός υδρογονάνθρακας του τύπου C10H8, που αποτελείται από συμπυκνωμένους βενζολικούς δακτυλίους. Η ν. είναι το αφθονότερο συστατικό στο κατράμι του ορυκτού άνθρακα, από τον οποίο εξάγεται σε βιομηχανική κλίμακα. Ο Καρλ Κρέμπε απέδειξε τη… … Dictionary of Greek
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek